2 ἐμμελής, -ές
• Morfología: [plu. dat. ἐμμελέεσσι Hsch.]


1 diligente, cuidadoso, atento de pers. τοὺς περὶ τὰς βαναύσους τέχνας ἀσκοῦντας ἐμμελεστέρους εἶναι καὶ φιλοτιμοτέρους Plb.9.20.9, ὁ γὰρ ἐ. (συγγραφεύς) ἐξονυχίζων εἰς τὸ λεπτότατον πάσας τὰς μεθόδους Vett.Val.455.21, ὡς ... ἰατρὸς ἐ. καὶ φιλάνθρωπος Basil.M.32.1229C, op. ἀμελής Ephr.Syr.1.1D, cf. 2B, διὰ τοὺς ... πειρασμοὺς ἐμμελε[ῖς] εἰσιν οἱ ἅγιοι Didym.in Iob 88.18, de abstr. μετ' ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως con una lectura atenta Adam.Vent.48.12.

2 adv. -ῶς diligentemente ἐ.· προθύμως Hsch.